- διασπαθισμός
- ο1) см. διασπάθιση; 2) уст. поражение саблей, шпагой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασπαθισμός — ο 1. η διασπάθιση 2. το πλήγμα με σπαθί, η σπαθιά … Dictionary of Greek